εκτιμητής

εκτιμητής
ο (θηλ. εκτιμήτρια)
1. αυτός που κάνει υποκειμενική εκτίμηση πράγματος, γεγονότος ή καταστάσεως («εκτιμητής ακινήτων, εσοδείας, κέρδους, ζημίας, περιουσίας, πολύτιμων λίθων κ.λπ.»)
2. αυτός που αποφασίζει ή ενεργεί κατά την κρίση και την εμπειρία του σχετικά με το ποιόν, την αξία ή τη σημασία προσώπου ή γεγονότος («εκτιμητής τών περιστάσεων, τής πολιτικής καταστάσεως», «εκτιμήτρια τών ανδρικών αδυναμιών»)
3. αυτός που έχει την ικανότητα να κρίνει επιτυχώς και με οξυδέρκεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εκτιμητής — ο αυτός που κάνει την εκτίμηση πράγματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποτιμητής — ο (Α ἀποτιμητής) αυτός που υπολογίζει και καθορίζει την αξία ενός πράγματος, ο εκτιμητής αρχ. απογραφέας …   Dictionary of Greek

  • διατιμητής — ο (Μ διατιμητής) νεοελλ. αυτός που ως όργανο τής αρμόδιας αρχής καθορίζει τις τιμές τών εμπορευμάτων μσν. εκτιμητής …   Dictionary of Greek

  • εκτιμητικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εκτίμηση ή που προήλθε από εκτίμηση («εκτιμητική έκθεση») 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει την ικανότητα ή την κλίση να είναι εκτιμητής 3. το ουδ. ως ουσ. το έγγραφο που περιέχει τα πορίσματα τής εκτιμήσεως …   Dictionary of Greek

  • επιγνώμων — ἐπιγνώμων, ο (AM) [επιγιγνώσκω] 1. έμπειρος 2. αυτός που συγχωρεί αρχ. 1. αιρετός κριτής, διαιτητής 2. εκτιμητής («τὸν βασανιστὴν Μνησικλέα ἐπιγνώμονα τῆς τιμῆς εἷναι τοῡ παιδός», Δημοσθ.) 3. επιστάτης, επόπτης …   Dictionary of Greek

  • επιτιμητής — ὁ (και θηλ. επιτιμήτρια) (Α ἐπιτιμητής) [επιτιμώ] ο κατήγορος, αυτός που ψέγει, που κατακρίνει («ὡς ούπιτιμητής γε τῶν ἔργων βαρύς», Αισχύλ.) αρχ. 1. εκτιμητής («νῡν δέ αὑτοὶ ἦσαν καὶ βασανισταὶ καὶ ἐπιτιμηταί τῶν σφίσιν αὐτοῑς συμφερόντων» Αντιφ …   Dictionary of Greek

  • καλοκριτής — ο καλός και δίκαιος κριτής, σωστός εκτιμητής …   Dictionary of Greek

  • κηνσίτωρ — κηνσίτωρ, ορος, ὁ (ΑΜ) 1. εκτιμητής, διατιμητής τών κτημάτων προκειμένου να οριστεί ανάλογη φορολογία 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ τὴν γῆν μετρῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. censitor] …   Dictionary of Greek

  • ξετιμητής — ο [ξετιμώ] εκτιμητής …   Dictionary of Greek

  • στυπποτιμητής — και στιπποτιμητής, ὁ, Α ο εκτιμητής τής στύππης. [ΕΤΥΜΟΛ. < στυππ εῖον / στύππη + τιμητής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”